πυλαίος

πυλαίος
-α, -ο / πυλαῑος, -αία, -ον, ΝΑ, θηλ. και ιων. τ. πυλαίη, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύλη
νεοελλ.
1. (για σχηματισμό ή παθολογική κατάσταση) αυτός που συνδέεται με τη μεγάλη φλέβα μέσω τής οποίας αίμα πτωχό σε οξυγόνο από τον στόμαχο, το έντερο, τη σπλήνα, τη χοληδόχο κύστη και το πάγκρεας ρέει προς το ήπαρ
2. φρ. α) «πυλαία φλέβα» — η μεγάλη φλέβα μέσω τής οποίας αίμα πτωχό σε οξυγόνο από τα παραπάνω όργανα ρέει προς το ήπαρ
β) «πυλαία υπέρταση» — η αυξημένη πίεση στην πυλαία φλέβα και στους κλάδους της, η οποία είναι αποτέλεσμα εμποδίων στη φλεβική ροή προς το ήπαρ
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στην πύλη ή μπροστά από την πύλη
2. αυτός που βρίσκεται στις Θερμοπύλες
3. το θηλ. προσωνυμία τής Δήμητρος η οποία λατρευόταν στην Ανθήλη τών Θερμοπυλών
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ πυλαία, ιων. τ. πυλαίη
α) η σύνοδος τού αμφικτιονικού συνεδρίου στο ιερό τής Δήμητρος στην Ανθήλη τών Θερμοπυλών
β) το αμφικτιονικό συνέδριο
γ) το δικαίωμα συμμετοχής στο αμφικτιονικό συνέδριο με αντιπροσώπους
δ) ο τόπος όπου γινόταν η συγκέντρωση τών αμφικτιόνων
ε) συρροή πλήθους
στ) τόπος, πιθανώς στην Αρκαδία, ο οποίος θεωρούνταν ανεπιθύμητος για τη σπαρτιατική νεολαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη / πύλαι + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αῖος). Ο ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. πυλαία με τις νεοελλ. του σημασίες «πυλαία φλέβα», «πυλαία υπέρταση» αποτελεί απόδοση τών αγγλ. portal vein και portal hypertension (< λατ. porta «πύλη»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυλαῖος — at masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύλαιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαῖον — πυλαῖος at masc acc sg πυλαῖος at neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυλαίῳ — Πύλαιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύλαιον — Πύλαιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαία — πυλαί̱ᾱ , πυλαῖος at fem nom/voc/acc dual πυλαί̱ᾱ , πυλαῖος at fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλαίας — πυλαί̱ᾱς , πυλαῖος at fem acc pl πυλαί̱ᾱς , πυλαῖος at fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Пеласги — Руины дворца в Лерне, известного как Дом с черепицей (XXII в. до н. э.). «Авторами» дворца могли быть пеласги или минийцы Пеласги, уст. пелазги (др. греч …   Википедия

  • Пелазги — Руины дворца в Лерне, известного как Дом с черепицей (XXII в. до н. э.). «Авторами» дворца могли быть пеласги или минийцы Пеласги, уст. пелазги (др. греч. Πελασγοί)  имя, которым древнегреческие авторы именовали народ (или всю совокупность… …   Википедия

  • πυλαία — Όνομα δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.) στην πρώην επαρχία Αλεξανδρούπολης του νομού Έβρου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (82 τ. χλμ.). 2. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο νοτιανατολικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”